- ουραλοαλταϊκός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια και στα Αλτάια Όρη τής Σιβηρίας.2. φρ. α) «ουραλοαλταϊκοί λαοί» — λαοί που κατοικούν στις περιοχές τών Ουραλίων και τών Αλταΐων Ορέωνβ) «ουραλοαλταϊκή γλωσσική ομοεθνία» — μεγάλη γλωσσική ομάδα η οποία ανήκει στις συγκολλητικές γλώσσες και περιλαμβάνει τη φιλανδική, την ουγγρική, την τουρκική, τη βασκική και την παλαιά βουλγαρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουράλιος + αλταϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Π. Καρολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.